τραύλισμα
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τραυλίζω
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
το, ΝΜΑ τραυλίζω
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.