τρεχάματα

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

τα, Ν
1. αδιάκοπα τρεξίματα
2. εντατικές ενέργειες για επείγουσες υποθέσεις, τρεξίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άμα /-ατα κατά το ουδ. σε -μα, -ατος (πρβλ. κλάματα, πράματα)].