τρεχάματα

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
1. αδιάκοπα τρεξίματα
2. εντατικές ενέργειες για επείγουσες υποθέσεις, τρεξίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άμα /-ατα κατά το ουδ. σε -μα, -ατος (πρβλ. κλάματα, πράματα)].