τρισκαταραμένος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
τρισκατάρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + καταραμένος].