ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-η, -ο, Ντρισκατάρατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + καταραμένος].