τσαγγάριος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
και τζαγκάριος, σαγγάριος, τσανγάριος και τζάγκαρος, ὁ, Μ
τσαγκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλάριος].