τσαντίρι

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

το, Ν
σκηνή, τέντα («γύφτικο τσαντίρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cadir].