τσαντίρι

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
σκηνή, τέντα («γύφτικο τσαντίρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cadir].