τσιγγούνης
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
τσιγγούνης και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].