τωθαστικῶς

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Russian (Dvoretsky)

τωθαστικῶς: насмешливо, язвительно Diog. L.