Pelops

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

English > Greek (Woodhouse)

Πέλοψ, -οπος, ὁ, or say, son of Tantalus.

of Pelops, adj.: Πελόπιος.

descendant of Pelops: Πελοπίδης, -ου, ὁ.

Latin > English (Lewis & Short)

Pĕlops: ŏpis, m., = Πέλοψ.
I Son of Tantalus, king of Phrygia, father of Atreus and Thyestes, grandfather of Agamemnon and Menelaus; in his childhood he was served up to the gods by his father for food (truncatus Pelops, Stat. Th. 4, 590), but was recalled to life by Jupiter, who gave him an ivory shoulder in place of the one eaten by Ceres (umeroque Pelops insignis eburno, Verg. G. 3, 7). Being afterwards driven out of Phrygia, he went to Elis, and by artifice obtained the hand of Hippodamia, daughter of king Œnomaus, to whose throne he succeeded. By means of the wealth which he brought with him, he acquired so great an influence that the entire peninsula was called, after him, the island of Pelops (Peloponnesus), Hyg. Fab. 83, 84; Serv. Verg. G. 3, 7; Cic. N. D. 3, 21, 53; id. Tusc. 1, 44, 107; 2, 27, 67: Pelope natus, i. e. Thyestes, Enn. ap. Cic. Tusc. 3, 12, 26 (Trag. v. 397 Vahl.): ex Tantalo Pelops, ex Pelope autem satus Atreus, Trag. Rel. Inc. Fab. v. 102 Rib.: Pelopis genitor, i. e. Tantalus, Hor. C. 1, 28, 7.
   1    Pĕlŏpēïas, ădis, f. adj., Pelopian, Peloponnesian: Pelopeïadesque Mycenae, Ov. M. 6, 414.—
   2    Pĕlŏpēïs, ĭdis, f. adj., Pelopian, Peloponnesian: Pelopeides undae, the sea that surrounds the Peloponnesus, Ov. F. 4, 285.—Hence, Pĕlŏpēĭdes, um, f., the Argive women, Stat. Th. 10, 50; 12, 540.—
   3    Pĕlŏpēïus, a, um, adj., = Πελοπήιος.
   a Pelopian: Pelopeius Atreus, Ov. H. 8, 27: virgo, i. e. Iphigenia, daughter of Agamemnon, id. Tr. 4, 4, 67: arva, i. e. Phrygia, the native country of Pelops, id. M. 8, 622.—Subst.: Pĕlŏpēia, ae, f., a female descendant of Pelops, Ov. H. 8, 81.—
   b Peloponnesian: Pelopeia sedes, i. e. the seat of Creon, king of Corinth, Sen. Med. 891: oppida, Claud. in Rufin. 2, 188: regna, the Peloponnesus, Stat. Th. 1, 117. —
   4    Pĕlŏpēus, a, um, adj.
   a Pelopian: Agamemnon, Prop. 4 (5), 6, 33: domus, the race of the Pelopides, id. 3, 17, 20 (4, 18, 20): P. Orestes, Luc. 7, 778.—Subst.: Pĕ-lŏpēa, ae, f., the daughter of Pelops, Ov. Ib. 361; Claud. in Eutr. 1, 291; the name of a tragedy, Juv. 7, 92.—
   b Peloponnesian: Pelopea phalanx, the Argive army, Stat. Th. 7, 422.—Poet., in a more extended sense, for Grecian: Pelopea ad moenia, i. e. to Greece, Verg. A. 2, 193.—
   5    Pĕlŏ-pĭdae, ārum, m., the descendants of Pelops (notorious for their crimes), the Pelopides, Hyg. Fab. 86; an old poet in Cic. Fam. 7, 28, 2; 7, 30, 1; id. Att. 14, 12, 2; 15, 11, 3 (applied by Cicero to the adherents of Cæsar).—
   6    Pĕlŏpĭus, a, um, adj., Pelopian: Pelopia domus, Sen. Agam. 7.—
II A slave's name, Cic. Att. 14, 8, 1.

Latin > French (Gaffiot 2016)

Pĕlops,¹¹ ŏpis, m. (Πέλοψ),
1 fils de Tantale [dont les membres furent servis par son père dans un festin qu’il offrait aux dieux ; Jupiter lui rendit la vie] : Cic. Nat. 3, 53 ; Virg. G. 3, 7
2 nom d’un roi de Lacédémone : Liv. 34, 32 || nom d’un Byzantin : Cic. Att. 14, 8, 1.

Latin > German (Georges)

Pelops, opis, m. (Πέλοψ), Sohn des Tantalus, Gemahl der Hippodamia, Schwiegersohn des Önomaus, Vater des Atreus, Thyestes u.a., der Liebling des Poseidon (Neptun); nach Pelops soll der Peloponnes benannt sein. Tantalus bewirtete einst die Götter, deren Liebling er war, schlachtete bei dieser Gelegenheit seinen Sohn Pelops, zerstückelte ihn (dah. truncatus Pelops, griech. πρισθείς, Stat. Theb. 4, 590) und setzte ihn seinen Gästen vor. Die Unsterblichen ließen sich durch das gräßliche Gericht nicht täuschen und berührten es nicht. Nur Demeter (Ceres), vertieft in den Schmerz um ihre verlorene Tochter, verzehrte die Schulter. Darauf ließen die Götter durch Hermes (Merkur) die zerstückelten Glieder des Knaben in einen Kessel tun u. ihm durch Kochen Gestalt und Leben wiedergeben. Klotho zog ihn aus dem Kessel heraus, und da die verzehrte Schulter fehlte, ersetzte Demeter (Ceres) diese durch eine elfenbeinerne (dah. umero Pelops insignis eburno, Verg. georg. 3, 7), Hyg. fab. 83 sq. Cic. de nat. deor. 3, 53; Tusc. 2, 67: Pelope natus, Thyestes, Enn. fr. scen. 357: ex Tantalo Pelops, ex Pelope autem satus Atreus, Trag. inc. fab. 102: Pelopis genitor, Tantalus, Hor. carm. 1, 28, 7: Pelopis sedes, der Peloponnes, Sil. 15, 306. – Dav.: A) Pelopēias, adis, f. (Πελοπηϊάς), pelopëisch, pelo ponnesisch, Mycenae, Ov. – B) Pelopēius, a, um (Πελοπήϊος), zu Pelops gehörig, pelopëisch, a) eig.: Atreus, Sohn des Pelops, Ov.: virgo, Iphigenia, Tochter des Agamemnon, eines Enkels des Pelops, Ov.: Pelopeia credar, für eine aus der Familie des Pelops, Ov.: arva, phrygisch, weil Pelops da geboren ist, Ov. – b) poet. übtr., peloponnesisch, oppida, Stat.: regna, der Peloponnes, Stat.: sedes, Sitz des korinthischen Herrschers Kreon, Sen. poët. – C) Pelopēus, a, um (Πελόπειος), pelopëisch, Agamemnon, des Pelops Enkel, Prop.: Orestes, des Pelops Urenkel, Lucan.: domus, des Pelops Familie, Prop.: moenia, Stadt Argos, Verg.: regna, der Peloponnes, Sil. – subst., Pelopēa, ae, f., die Enkelin des Pelops, Tochter des Thyestes, Ov. u. Claud. – D) Pelopidae, ārum, m. (Πελοπίδαι), die Pelopiden = die Nachkommen u. Verwandten des Pelops, wegen Gottlosigkeit u. Grausamkeit berüchtigt, Acc. tr., Cic. u.a. (Genet. Plur. Pelopidum, Acc. tr. 42). – E) Pelopius, a, um (Πελόπιος), pelopisch, Sen. poët. – subst., Pelopia, ae, f., die Enkelin des Pelops, Tochter des Thyestes, Serv. u. Hygin. – F) Peloponnēsus, s. bes.

Wikipedia EL

Στην ελληνική μυθολογία, ο Πέλοπας (Πέλοψ) ήταν βασιλιάς αρχικά στην Αχαΐα κι έπειτα στην Πίσα, θεωρείται κατά πολλούς ο ιδρυτής και θεμελιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ήταν ο γιος του Τάνταλου ή του Πακτωλού ή του Ξάνθου και της Κλυτίας, Φρυγικής ή Λυδικής καταγωγής, ήρθε στην Ελλάδα και κέρδισε το βασίλειο της Πίσας από το βασιλιά Οινόμαο. Τα αδέρφια του ήταν η Νιόβη και ο Βροτέας. Νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινόμαου.

Κατά άλλους ήταν απόγονος του Ώλενου και βασίλεψε πρώτα στην αρχαία πόλη της Αχαΐας Ώλενος. Ήταν ο τρίτος βασιλιάς της διάδοχος του Κρηνάκου , τον ίδιο διαδέχτηκε ο Δεξαμενός.

Η παράδοση αναφέρει πως ο Πέλοπας είχε αποκτήσει απο άλλη γυναίκα τον Χρύσσιππο, τον οποίο σκότωσαν ο Θυέστης κ ο Ατρέας (γιοι του Πέλοπα) απο ζηλοτυπία. Τότε εκείνος καταράστηκε τους 2 γιούς του να αλληλοσκοτωθούν στο μέλλον. Στην πραγματικότητα η κατάρα δεν επαληθεύεται, σίγουρο είναι όμως ότι υπήρξαν διαπληκτισμοί ανάμεσα στα 2 αδέρφια με αφορμή την εξουσία.

Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του τον έκοψε κομματάκια και τον σερβίρισε στους θεούς βάζοντας την παντογνωσία τους σε δοκιμή. Οι θεοί αντιλαμβανόμενοι την απάτη δεν δοκίμασαν το φαγητό αυτό. Μόνον η Δήμητρα αφηρημένη λόγω του πένθους της για την κόρη της (Περσεφόνη) έφαγε ένα κομματάκι. Ο Δίας είπε στον Ερμή να βάλει πάλι όλα τα τεμάχια στο καζάνι, έτσι ώστε η Κλωθώ να μπορέσει να τα ανασυγκροτήσει. Τον ώμο που έλειπε τον συμπλήρωσε βάζοντας ελεφαντόδοντο, γι αυτό και οι απόγονοι του Πέλοπα, οι Πελοπίδες, έχουν μια λευκή κηλίδα για αναγνωριστικό σημάδι.

Gippodamia.jpg Ο Πέλοπας κέρδισε τους αγώνες στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε βάλει τον Μυρτίλο,τον ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου να βγάλει τη σφήνα από το άρμα του για να χάσει επίτηδες με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα.Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας του πολλές κατάρες βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη.Ο Πέλοπας θεωρείται ο πρώτος που ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού. Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην αρχαία Ολυμπία.

Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται και ο Πέλοπας γιος του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας Ήταν δίδυμος αδελφός του Τηλεδαμου που μαζί του δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο. Ιπποδάμεια = Δαμάζω Ίππο, αυτό δίδαξε η Ιπποδάμεια στον Πέλοπα που είχε ερωτευτεί και νίκησε τον πατέρα της Οινόμαου ο οποίος είναι ο πρώτος που ημέρωσε άλογο

Wikipedia EN

In Greek mythology, Pelops (/ˈpiːlɒps, ˈpɛlɒps/; Greek: Πέλοψ) was king of Pisa in the Peloponnesus region (Πελοπόννησος, lit. "Pelops' Island"). His father, Tantalus, was the founder of the House of Atreus through Pelops's son of that name.

He was venerated at Olympia, where his cult developed into the founding myth of the Olympic Games, the most important expression of unity, not only for the people of Peloponnesus, but for all Hellenes. At the sanctuary at Olympia, chthonic night-time libations were offered each time to "dark-faced" Pelops in his sacrificial pit (bothros) before they were offered in the following daylight to the sky-god Zeus (Burkert 1983:96).

Translations

ar: بيلوبس; az: Pelops; bg: Пелопс; br: Pelops; ca: Pèlops; cs: Pelops; da: Pelops; de: Pelops; el: Πέλοπας; en: Pelops; eo: Pelopso; es: Pélope; et: Pelops; eu: Pelope; fa: پلوپس; fi: Pelops; fr: Pélops; gl: Pélope; he: פלופס; hu: Pelopsz; id: Pelops; it: Pelope; ja: ペロプス; ko: 펠롭스; la: Pelops; lt: Pelopas; my: ပီးလော့စ်; nl: Pelops; no: Pelops; pl: Pelops; pt: Pélope; ro: Pelops; ru: Пелоп; sh: Pelop; simple: Pelops; sk: Pelops; sl: Pelops; sr: Пелоп; sv: Pelops; tr: Pelops; uk: Пелоп; zh: 珀罗普斯