υγρόβηξ

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

-βηχος, ὁ, Α
βήχας που συνοδεύεται με εξαγωγή φλεμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βήξ].