ὑγρός
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ὑγρά, ὑγρόν: Comp.
A ὑγρότερος Pl.Tht.162b, etc.: Sup. ὑγρότατος X.Eq.7.7, etc.:—wet, moist, fluid (opp. ξηρός), ὑγρὸν ἔλαιον, i.e. olive oil, opp. fat or tallow, Il.23.281, Od.6.79; ὑ. πίσσα, νᾶπυ, raw pitch, liquid mustard, SIG1171.14 (Lebena, i B. C.), IG42(1).126.22 (Epid., ii A. D.); τὸ ὑγρὸν ξύλον, opp. τὸ ξηρόν, Ev.Luc.23.31; ὑγρὸν ὕδωρ Od.4.458; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες winds blowing moist or rainy, 5.478, 19.440, Hes.Op.625, Th.869; ὑ. ἅλς, πέλαγος, θάλασσα, Pi.O. 7.69. P.4.40, A.Supp.259; ὑγρὰ νύξ a wet night, Pl.Criti.112a; ἐφ' ὑγροῖς ζωγραφεῖν paint on a wet ground, Plu.2.759c.
2 ὑγρά, Ion. ὑγρή, ἡ, the moist, i.e. the sea, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il.14.308; ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ἠδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν 24.341, Od.1.97; ἐφ' ὑγρᾷ Ar.V.678; πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27; so ὑγρὰ κέλευθα the watery ways, i.e. the sea, 1.312, Od.3.71.
3 τὸ ὑγρόν and τὰ ὑγρά wet, moisture, Hdt. 1.142, Hp.Loc.Hom.9, Liqu. tit.; Liquid, Hdt.4.172; γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα Pl.Tht.147c; ἐξερρύα συχνὸν ὑγρόν a quantity of fluid, IG42(1).122.4 (Epid., iv B. C.); μετρεῖν τὰ ὑγρά liquids, ib.22.1013.10; ἐπὶ ὑγροῖς οὐκ ἐξὸν δανείζειν PGnom.232 (ii A. D.).
4 μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά liquid and dry measure, Pl.Lg.746e.
5 θῆρες ὑ. water-animals, opp. πεζοί, AP9.18 (Germ.); οἱ ὄρνιθες οἱ ὑ. Philostr. Im.1.9; ὑγρὸς ἀοιδός, of a frog, AP6.43 (Plato).
6 of the bowels or faeces, loose, Hp.Aph.2.20, Arist.HA617a1.
7 ὑγρὸς σφυγμός a damp pulse, defined by Gal.19.405.
II soft, pliant, supple, of the eagle's back, Pi.P.1.9; of the limbs and body, ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E. Fr.941, cf. Babr.34.7; ὑγρὸς τὸ εἶδος, of Ἔρως, Pl.Smp. 196a; νεώτερος καὶ ὑγρότερος, opp. σκληρός, Id.Tht.162b; χορῷ.. ἔτερπον κέαρ ὑγροῖσι ποσσί B.16.108; ὑ. ὀρχηστής Poll.4.96, cf. Arist.PA655a24 (Comp.); ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, of a horse, X.Eq.1.6; of a horse's neck, Id.Cyn.4.1 (so in Adv. of colts, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι, Id.Eq.1.6, 10.15); of the hare, Id.Cyn.5.31; of the jackal, ταχυτῆτι διαφέρει διὰ τὸ ὑγρὸς εἶναι καὶ πηδᾷ πόρρω Arist.HA580a30; also of plants, ὑγρὸς ἄκανθος Theoc.1.55; ὑ. χολάδες Babr. 1.10; σῶμα ὑγρὸν κείμενον lying in an easy position, Hp.Prog.3; ὑγρὸν χύτλασον σεαυτόν Ar.V.1213; κέρας ὑγρόν, of a bow, Theoc.25.206.
2 languid, feeble, of one dying, ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα.. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant.1236; κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα E.Ph.1439.
3 of substance, flaccid, flabby, σάρκες Arist.HA598a9, 603b32, al.
b tender, νεοττοί Ael.NA7.9; βρέφος Nonn. D. 1.4.
4 moist with wine, tipsy, ὑγρὴν τὴν ψυχὴν ἔχειν Heraclit.117; ἡ διάνοια ὑ. γεγενημένη Plu. 2.713a; οἰνοβαρὴς.. ὑγρὸν ἀείδων, οὐ μάλα νγφάλιον κλάζων μέλος Opp. H.2.412.
5 of the eyes, melting, languishing, ὑ. βλέμμα Anacreont. 15.21; ὑγρὰ δερκομένοισιν ἐν ὄμμασιν AP7.27 (Antip. Sid.); ἐπ' ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς APl.4.306 (Leon.); τῶν ὀφθαλμῶν τὸ ὑ. ἅμα τῷ φαιδρῷ Luc.Im.6; also πόθος ὑγρός a languishing, longing desire, h.Pan.33. Adv., ὑγρῶς βλέπειν Philostr.Ep.33: Sup., ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδεῖν App.BC1.106.
6 of language, smoothly flowing, D.H.Dem. 20.
7 metaph. of persons or their tempers, facile, pliant, easy, ὑγρός τις καὶ δημοτικός Plu.Mar.28; κόλαξ ὑγρὸς ὢν μεταβάλλεσθαι Id.2.51c; τὸ Κίμωνος ὑγρόν his easy temper, Id.Per.5; pleasure-loving, Hsch.; ὑγρότατος ἐς ταῦτα prone to... App.BC5.8; ὑ. τῷ γελοίῳ Plu. Brut.29 (Comp.).
b soft, dainty, luxurious, voluptuous, Id.2.751a; ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Id.Sol.3; βίου... ὃν πάντες εἰώθασιν ὀνομάζειν ὑγρόν Alex.203; cf. ὑγρότης ΙΙ.2.
8 of the vowels α ι υ, sometimes long and sometimes short, S.E.M.1.100.
b of στοιχεῖα, liquid (viz. λ μ ν ρ), D.T.632.9, Heph.1.3, al.
III Adv. ὑγρῶς, v. supr. ΙΙ.1 and 5; also ὑγρότερον δαπανᾶν spend more freely, Phld. Oec.p.73J.
German (Pape)
[Seite 1171] naß, feucht, flüssig; ἔλαιον, flüssiges Olivenöl, im Gegensatz des festern Tierfettes, Il. 23, 281; ὕδωρ, fließendes Wasser, im Gegensatz des gefrornen, Od. 4, 458; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, feucht wehende, Regen bringende Winde, 5, 478. 19, 440; Hes. Th. 627. 869. Gew. Gegensatz von ξηρός, w. m. s.; ἅλς, πέλαγος, Pind. Ol. 7, 69 P. 4, 40; auch αἰθήρ, N. 8, 41; θάλασσα, Aesch. Suppl. 256; παρ' ὑγρῶν Ἰσμηνοῦ ῥεέθρων, Soph. Ant. 1111; δι' ὑγρῶν κυμάτων, Eur. I. A. 948; σταγών, Eur. Suppl. 81; βότρυος ὑγρὸν πόμα, Bacch. 279. – Ἡ ὑγρά, ion. u. ep. ὑγρή, das Nasse, d. i. das Meer, öfter bei Hom., der τραφερή, Il. 14, 308 Od. 20, 98, od. ἀπείρων γαῖα entggstzt, Il. 24, 341 Od. 5, 45; vgl. Ar. Vesp. 678; eben so ὑγρὰ κέλευθα, die nassen Pfade, die Wege auf dem Meere, die Meeresfläche, Od. 3, 71. 9, 252; θῆρες ὑγροί, im Gegensatz der πεζοί, die Wasserthiere, Germanic. ep. (IX, 18); νὺξ ὑγρά, eine regnige, Plat. Critia. 112 a; Gegensatz ξηρός, Phaed. 86 b Soph. 242 d u. öfter. – Übh. weich, biegsam, geschmeidig, z. B. von Gliedern; νῶτον, Pind. P. 1, 9; ἀγκάλαι, Eur. fr. inc. 1, 2; τῷ νεωτέρῳ καὶ ὑγροτέρῳ παλαίειν, Plat. Theaet. 162 b; χρὼς ὕδατος ὑγρότερος, Rufin. 6 (V, 60); χείλη, Ep. ad. 55 (V, 305); ἀγκών, s. oben unter diesem Worte. Aber ὑγρὸν ὄμμα, ὑγρὸς ὀφθαλμός ist ein feuchtes, schwimmendes, schmachtendes Auge; so auch ὑγρὸν ὁρᾶν, ὑγρὸν δέρκεσθαι, einen schmachtenden Blick haben, und danach sogar verbunden ὑγρὸς πόθος, schmachtendes, sehnsüchtiges Verlangen, H. h. 18, 33; Mel. 14 Leon. Tar. 37 (XII, 68 Plan. 306); ὑγρὸν ἀείδειν, schmelzend singen, Opp. Hal. 2, 412; zart, νεοττοί, Ael. H. A. 7, 9; βρέφος, Nonn. D. 1, 4; – ὀρχηστής, gelenkig, B. A. 115. – Übertr., von weicher, lenksamer Sinnesart, fügsam, nachgiebig, auch weichherzig, verzärtelt, ὑγρὸς βίος, ein weichliches, schwelgerisches Leben, Alexis bei Ath. VI, 258 c; ὑγρὸς πρός τι, Neigung, Herz wozu habend, Sp., wie Plut. Brut. 29; VLL. erklären εὐκατάφορος εἰς ἡδονάς, vgl. Poll. 6, 127. – Ὑγρὰ φωνήεντα, ancipitia, S. Emp. adv. gramm. 100.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. mouillé, d'où
1 humide : γῆ ὑγρά XÉN pays humide;
2 pluvieux : ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες OD vents qui soufflent l'humidité, vents pluvieux;
3 humide, mouillé, liquide, qui coule ; ἔλαιον IL, OD huile d'olive liquide p. opp. à la graisse solide des animaux ; ὑγρὸν ὕδωρ OD eau qui coule ou glisse dans la main ; ὑγρὰ κέλευθα IL, OD les chemins liquides, la mer ; ἡ ὑγρά, ion. ὑγρή, la plaine liquide, la mer ; τὸ ὑγρόν humidité, fluidité ; ἐφ' ὑγροῖς ζωγραφεῖν PLUT peindre à fresque ; t. de gramm. τὰ ὑγρά (γράμματα ou στοιχεῖα) les liquides (λμνρ);
II. p. anal. :
1 mou, flottant, flasque ; en parl. d'enfants, d'animaux nouveau-nés tendre, délicat;
2 ivre, enivré;
3 mou, flexible, souple, mobile au propre et au fig.
4 vacillant, flasque : ὑγρὸς τῷ γελοίῳ PLUT enclin à donner des ridicules;
5 vacillant, flasque : ὑγρὸς ἀγκών SOPH bras défaillant;
6 mou, efféminé, sensuel.
Étymologie: R. Ὑγ, se gonfler ; cf. lat. uva, uvidus, humor, humidus, augeo.
Russian (Dvoretsky)
ὑγρός:
1 жидкий (ἔλαιον Hom.): μέτρα ὑγρά Plat. меры жидкостей;
2 влажный, мокрый, сырой (ἄνεμος Hom.; γῆ Xen.; ξύλον NT);
3 текучий (ὕδωρ Hom.; ῥέεθρα Soph.; δάκρυ Eur.);
4 водный, морской (κέλευθα Hom.);
5 водяной (θῆρες Anth.);
6 дождливый (νύξ Plat.);
7 гибкий (νῶτον Pind.; σῶμα Xen.): κέρας ὑγρόν Theocr. гибкий лук;
8 расслабленный, слабеющий, бессильный (ἀγκών Soph.; χείρ Eur.);
9 размякший, дряблый, рыхлый (ἡ σάρξ Arst.);
10 перен. гибкий, податливый (ἡ νεότης Plut.);
11 вялый, ленивый (ὑ. καὶ ῥᾴθυμος Plut.);
12 томный, нежный (βλέμμα Anacr.);
13 томительный, страстный (πόθος HH);
14 вкрадчивый (κόλαξ Plut.);
15 изнеженный: ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Plut. ведущий изнеженный образ жизни;
16 склонный: ὑ. τῷ γελοίῳ Plut. склонный к смеху, смешливый;
17 (о гласных) колеблющийся, т. е. обоюдный: φωνάεντα ὑγρά Sext. обоюдные гласные (α, ι, υ, могущие быть то краткими, то долгими). - см. тж. ὑγρά и ὑγρόν.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρός: -ά, -όν, συγκρ. ὑγρότερος Πλάτ. Θεαίτ. 162Β, Ξεν., κλπ., ὑπερθετ. -ότατος, Ξεν. Ἱππ. 7. 7. (Ἐκ τῆς √ ΥΓ παράγοντα ὡσαύτως τὰ ὑγραίνω, ὑγράζω· πρβλ. Σανσκρ. uk-shâmi (conspe go)· Λατιν. uvidus, umor, umecto· τὸ Ἀρχ. Σκανδ. vök-r (umidus) ὑποδεικνύει εἰς ἡμᾶς ἕτερον τύπον ῥιζικὸν vag). Ὑγρός, κοινῶς «ὁγρός», ῥευστός, ἀντίθετον τῷ ξηρός, Ὅμ., κλπ.· ὑγρὸν ἔλαιον, δηλ. «ἐλαιόλαδον» κατ’ ἀντιδιαστολὴν ἀπὸ τοῦ στέατος καὶ τῆς πιμελῆς, Ἰλ. Ψ. 281, ἐν ληκύθῳ ὑγρ. ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79· ὑγρὸν ὕδωρ Δ. 458 ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, πνέοντες μετὰ ὑγρασίας ἢ βροχεροί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ξηροὺς καὶ καυστικοὺς ἀνέμους, Ε. 478., Τ. 440, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 623, Θεογ. 869· ὑγρ. ἅλς, πέλαγος Πινδ. Ο. 7. 126, Π. 4. 70, καὶ Ἀττ.· - ὑγρὰ νύξ, πλήρης ὑγρασίας ἢ βροχερά, Πλάτ. Κριτί. 112Α. 2) ἡ ὑγρά, Ἰων. ὑγρή. ἡ θάλασσα, Ἰλ. Ξ. 308, Ὀδ. Α. 97, κτλ. (πρβλ. τραφερός)· οὕτω, ὑγρὰ κέλευθα, αἱ ὑδατώδεις ὁδοί, δηλ. ἡ θάλασσα, Ἰλ. Α. 312, Ὀδ. Γ. 71 καὶ μόνον ὑγρά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπείρων γαῖα, Ἰλ. Ω. 341, Ὀδ. Ε. 45, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 678. 3) τὸ ὑγρὸν καὶ τὰ ὑγρά, ὑγρότης, ὑγρασία, Ἡρόδ. 1. 142, καὶ Ἱππ.· ὕδωρ, Ἡρόδ. 4. 172· γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 147C· ἐφ’ ὑγροῖς ζωγραφῶ, ζωγραφῶ ἐπὶ ὑγροῦ ἐδάφους, Πλούτ. 2. 759C. 4) μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά, δηλ. διὰ ὑγρὰ καὶ διὰ ξηρὰ πράγματα, Πλάτ. Νόμ. 746D· τὰ ὑγρὰ μετρεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 10. 5) θῆρες ὑγροί, ζῷα ἐν τῷ ὕδατι ζῶντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεζοί, Ἀνθ. Π. 9. 18 οἱ ὄρνιθες οἱ ὑγροὶ Φιλόστρ. 776· ὑ. ἀοιδός, ἐπὶ βατράχου, Ἀνθ. Π. 6. 43. β) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, ὁκόσοισι νέοισι ἐοῦσι αἱ κοιλίαι ὑγραί εἰσι, τουτέοισι ἀπογηράσκουσι ξηραίνονται Ἱπποκρ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. μαλακός, εὐκόλως ὑποχωρῶν, εὔκαμπτος, εὐκίνητος, Λατ. mollis, ἀντίθετον τῷ σκληρὸς (δύσκαμπτος), ἐπὶ τοῦ νώτου τοῦ ἀετοῦ, Πινδ. Π. 1. 17, ἔνθα ἴδε Böckh· ἐπὶ τῶν μελῶν καὶ τοῦ σώματος, ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις Εὐρ. Ἀποσπ. 935· ὑγρὸς τὸ εἶδος, περὶ τοῦ Ἔρωτος, Πλάτ. Συμπ. 196Α· νεώτερος καὶ ὑγρότερος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162Β· ὑ. ὀρχηστὴς Πολυδ. Δ΄, 6, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 17 καὶ 13 ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, ἐπὶ ἵππου, Ξενοφ. Ἱππ. 1. 6 ἐπὶ τοῦ τραχήλου ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· οὕτως ἐπὶ πώλων, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3, 76) mollia crura reponit, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1, 6., 10, 15· ἐπὶ τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5. 31· ἐπὶ τοῦ θωός, ὑ. ἐστι καὶ πηδᾷ πόρρω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 3· ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ὑ. ἄκανθος (Οὐεργίλ., mollis acanthus), Θεόκρ. 1. 55· κέρας ὑγρόν, ἐπὶ τόξου, ὁ αὐτ. 25. 206· ὑ. λαγόνες, χολάδες Ξεν. Κυν. 4, 1, Βάβρ. 1, 10· - ὑγρὸς κεῖμαι, εἶμαι ἐξηπλωμένος μετ’ ἀνέσεως καὶ ἡσυχίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατάστασιν τοῦ τεντωμένου καὶ δυσκάμπτου, Ἱππ. Προγν. 37· ὑγρὸν χύτλασον σεαυτόν, «διάλυσον σεαυτόν. ὑγρῶς ἄλειψαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφάν. Σφ. 1213· ὑγροτέραν... εἶναι τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 13. 2) χαλαρός, ἀδύνατος, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος, ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα [λαβὼν] Σοφ. Ἀντ. 1236· κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα Εὐρ. Φοίν. 1439· οὕτως ἴσως, ὑγρὸν δέος Ἀρχίλ. 69· πρβλ. ὑγρότης ΙΙ. 2. 3) ἐπὶ οὐσιῶν, πλαδαρός, μαλθακός, σάρκες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 2., 8. 21, 4, κ. ἀλλ. β) ἁπαλός, ῥαδινός, τρυφερός, νεοττοὶ Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 9· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 4. 4) οἰνοβρεχής, μέθῃ βεβρεγμένος, ὑγρὴν τὴν ψυχὴν ἔχειν Ἡράκλειτ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 120· ἡ διάνοια ὑ. γεγενημένη Πλούτ. 2. 713Α· οἰνοβαρής... ὑγρὸν ἀείδων, οὐ μάλα νηφάλιον Ὀππ. Ἁλ. 2. 412. 5) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πλήρης πόθου καὶ ἔρωτος, (περὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἀφροδίτης ἐν τοῖς ἀγάλμασιν, ἴδε Winckelm. Geschichte d. Kunst. 4, σ. 202, Müller Archäol. d. K. § 329. 5)· ὑ. βλέμμα Ἀνακρεόντ. 28. 21· ὑγρὰ δερκομένοισιν ἐν ὄμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 27· ἐπ’ ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκὼς ὁ αὐτ. ἐν Πλαν. 306 τῶν ὀφθαλμῶν τὸ ὑ. ἅμα τῷ φαιδρῷ Λουκ. περὶ Εἰκόν. 6· ὑγρῶς βλέπειν Φιλοστρ. Ἐπιστ.· - ὡσαύτως, ὑγρὸς πόθος, ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, σφοδρὰ ἐπιθυμία, Ὕμν. Ὁμηρ. 18. 33· ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδεῖν Ἀππ. Ἐμφυλ. 106. 6) ἐπὶ γλώσσης λείως καὶ ὁμαλῶς ῥεούσης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20. 7) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων ἢ τῶν διαθέσεων αὐτῶν, εὔκολος, τοὺς τρόπους ἐνδοτικός, μαλακός, ἤπιος, ὑγρός τις καὶ δημοτικὸς Πλουτ. Μάρ. 28· ὑ. κόλαξ ὁ αὐτ. 2. 51Β· τὸ Κίμωνος ὑγρόν, ὁ εὔκολος αὐτοῦ χαρακτήρ, ὁ τρόπος, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 5· - ὡσαύτως, ὑγρὸς ἔς τι, πρός τι, ἐπιρρεπής, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 8, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· ὑ. τῷ γελοίῳ Πλουτ. Βροῦτ. 29. β) μαλακός, πολυτελής, πολυδάπανος, φιλήδονος, ὁ αὐτ. 2. 751Α· ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 3 οὕτω, βίου... ὃν πάντες εἰώθασιν ὀνομάζειν ὑγρὸν Ἄλεξ. ἐν «Πυραύνῳ» 3· πρβλ. ὑγρότης ΙΙ. 4. 8) ἐπὶ φωνήεντος, δίχρονος ἢ ἀμφίβολον τὸν χρόνον, = τῷ Λατ. anceps Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 100. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ὑγρῶς, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 1 καὶ 5.
English (Autenrieth)
liquid, wet, moist; ὕδωρ, ἔλαιον, γάλα, κέλευθα ‘watery ways,’ i. e. the sea, Od. 3.71; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, blowing ‘rainy,’ Od. 5.478. As subst., ὑγρή, ‘the waters,’opp. τραφερή, Il. 14.308.
English (Slater)
ὑγρός
a
I watery ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς (O. 7.69) “ὑγρῷ πελάγει” (P. 4.40)
II moisture-laden πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα (N. 8.41)
b met., supple ὁ δὲ (sc. αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (P. 1.9)
English (Abbott-Smith)
ὑγρός, -ά, -όν, [in LXX: Jg 16:7,8 (לַח), Jb 8:16 (רָשׂב), Si 39:13
wet, moist, opp. to ξηρός: of wood, sappy, green: Lk 23:31.†
English (Strong)
from the base of ὑετός; wet (as if with rain), i.e. (by implication) sappy (fresh): green.
English (Thayer)
ὑγρά, ὑγρον (ὕω to moisten; (but others from a different root meaning 'to moisten', from which also Latin umor, umidus; cf. Vanicek, p. 867; Curtius, § 158)), from Homer down, damp, moist, wet; opposed to ξηρός (which see), full of sap, green: ξύλον, רָטֹב, sappy, in Job 8:16).
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑγρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ά και ογρός, -ή, -ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α
1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» — η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά
β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ενέχει υγρασία, γεμάτος υδρατμούς (α. «η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι είναι πολλή υγρή» β. «γενομένη νὺξ ὑγρὰ διαφερόντως γῆς αὐτὴν ψιλὴν περιτήξασα πεποίηκε», Πλάτ.)
3. διάβροχος, βρεγμένος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υγρό
α) φυσ. σώμα που βρίσκεται σε υγρά κατάσταση, δεν είναι πρακτικά συμπιεστό και έχει, υπό δεδομένη θερμοκρασία, ορισμένον όγκο, όχι όμως και ορισμένο σχήμα, λαμβάνοντας κάθε φορά το σχήμα του δοχείου στο οποίο περιέχεται
β) κάθε υδαρές συστατικό του οργανισμού, που είτε πληρεί τις διάφορες κοιλότητες του ή εκκρίνεται από διάφορους αδένες, όπως είναι λ.χ. το αίμα, η λέμφος, το γάλα ή το γαστρικό υγρό, είτε αποβάλλεται από τον οργανισμό, όπως είναι λ.χ. ο ιδρώτας ή τα ούρα
2) φρ. α) «υγρά κατάσταση της ύλης»
φυσ. κατάσταση της ύλης ενδιάμεση μεταξύ της στερεάς και της αέριας, που προσομοιάζει με την πρώτη ως προς την πυκνότητα και την ασυμπιεστότητα και με τη δεύτερη ως προς τη ρευστότητα
β) «υγρά σύμφωνα»
γραμμ. οι φθόγγοι λ και ρ
γ) «υγρή οδός»
χημ. τρόπος πραγματοποίησης μιας χημικής αντίδρασης κατά τον οποίο τα αντιδρώντα σώματα είναι διαλυμένα σε έναν διαλύτη, λ.χ. στο νερό
δ) «υγρό κλίμα»
(μετεωρ.) το κλίμα μιας περιοχής πάνω από την οποία η ατμόσφαιρα περιέχει σημαντική ποσότητα υγρασίας
ε) «πυρηνικό πρότυπο υγρής σταγόνας» ή «πυρηνικό πρότυπο σταγόνας υγρού»
φυσ. θεωρία που διατυπώθηκε το 1936 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την περιγραφή της δομής τών ατομικών πυρήνων και για την ερμηνεία της πυρηνικής σχάσης και σύμφωνα με την οποία τα νουκλεόνια συμπεριφέρονται όπως τα μόρια σε μια σταγόνα υγρού
στ) «υγρός θάλαμος»
(βοτ.-μικρβλ.) κλειστός χώρος μέσα στον οποίο μπορεί να επιτευχθεί ατμόσφαιρα υψηλής σχετικής υγρασίας
ζ) «υγρός κρύσταλλος»
φυσ.-χημ. βλ. κρύσταλλος
η) «παθολογικά υγρά»
ιατρ. υγρά που αναπτύσσονται με τη μορφή εξιδρώματος ή διιδρώματος μέσα σε κοιλότητες του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις
θ) «αμνιακό [ή ενάμνιο] υγρό»
ανατ. βλ. αμνιακός
νεοελλ.-μσν.
φρ. «υγρό(ν) πυρ» — βλ. πυρ
μσν.-αρχ.
μτφ. απαλός, τρυφερός («ὑγρὸν βρέφος», Νόνν.)
αρχ.
1. (στην ποίηση) υδρόβιος (α. «θῆρες ὑγροί», Ανθ. Παλ.
β. «ὄρνιθες οἱ ὑγροί», Φιλόστρ.)
2. (για κενώσεις) υδαρής, νερουλός
3. (για ουσίες) πλαδαρός, μαλακός
4. μτφ. α) εύκαμπτος, ευλύγιστος («ὑγρός ἔστι καὶ πηδᾷ πόρρω», Αριστοτ.)
β) (κυρίως για μέλη του σώματος) εξασθενημένος, αδύναμος («κἀπιθεὶς ὑγρὸν χέρα», Ευρ.)
γ) i) μεθυσμένος
ii) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ζάλης («ἡ διάνοια ὑγρὰ γεγενημένη», Πλούτ.)
δ) (για τα μάτια ή για το βλέμμα) αυτός που φανερώνει ερωτικό πόθο
ε) (για λεκτικό ύφος) αυτός που ρέει ομαλά και αβίαστα
στ) (για πρόσ. ή για διαθέσεις) i) ήπιος
ii) υποχωρητικός, ενδοτικός
iii) μαλθακός
iv) φιλήδονος, ηδυπαθής
ζ) (για τα φωνήεντα α, ι, υ) δίχρονος, αυτός που είναι άλλοτε μακρός και άλλοτε βραχύς ως προς την ποσότητα
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑγρά και ὑγρή
η θάλασσα
6. το ουδ. ως ουσ. α) το νερό
β) διάβροχο μέρος
γ) ενδοτικός χαρακτήρας
7. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) η υγρασία
8. (το ουσ. ως επίρρ.) ὑγρόν
σε υγρή κατάσταση
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑγρά
γραμμ. τα υγρά σύμφωνα
10. φρ. α) «ὑγρὰ κέλευθα»
(στην ποίηση) η επιφάνεια της θάλασσας και, κατ' επέκτ., η θάλασσα (Ομ. Οδ.)
β) «μέτρα υγρὰ καὶ ξηρά» — μέτρα κατάλληλα για τη μέτρηση υγρών και στερεών (Πλάτ.)
γ) «ὑγρὸς σφυγμός» — υπόκωφος σφυγμός (Γαλ.)
δ) «ὑγρὸς κεῖμαι» — είμαι ξαπλωμένος με άνεση και ησυχία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που είναι τεντωμένος (Ιπποκρ.)
ε) «ὑγρὸς πόθος» — σφοδρή ερωτική επιθυμία ('Υμν. Ομ.)
στ) «ὑγρὸν ἔλαιον» — το ελαιόλαδο (Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
υγρώς / ὑγρῶς, ΝΜΑ
σε υγρή, υδατώδη κατάσταση
αρχ.
μτφ.
1. με ευκινησία, με ευκαμψία
2. με βλέμμα που φανερώνει σφοδρό ερωτικό πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το επίθ. ὑ-γρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα wegw- / wgw- «υγρός» και συνδέεται με αρχ. νορβ. vokr, αρχ. γερμ. wakwa-, λατ. uvidus.
ΠΑΡ. υγραίνω, υγρότητα(-της)
αρχ.
υγράζω, υγρηδών, υγρώσσω
νεοελλ.
ύγρωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υγρόδιος, υγρόμετρο(ν), υγρόμορφος, υγρόπισσα, υγρόσαρκος
αρχ.
υγρέμπλαστρον, υγροβάτραχος, υγροβατώ, υγρόβηξ, υγροβόλος, υγρόγελως, υγροθηρική, υγροκαμπής, υγροκέφαλος, υγροκιρσοκήλη, υγροκοίλιος, υγροκόμος, υγρολειχήν, υγρόλιθος, υγρομαντεία, υγρομελής, υγρομέτωπος, υγρόμυρον, υγρόνους, υγροπερίβολος, υγροπόρευτος, υγροπυρινόψυχρος, υγρορροώ, υγρόσπερμος, υγροτράχηλος, υγροτροφικός, υγροφανής, υγρόφθαλμος, υγρόφθογγος, υγροφοίνιξ, υγρόφοιτος, υγροφυής
αρχ.-μσν.
υγροβαφής, υγρογόνος, υγροκέλευθος, υγροκολλούρια, υγρομανής, υγρομέδων, υγρόμοθος, υγρονόμος, υγροπαγής, υγροποιός, υγροπόρος, υγροσκελής, υγροτόκος, υγροφόρητος, υγροφόρος, υγροχίτων, υγρόχρους, υγρόχυτος
μσν.
υγροδίαιτος, υγρόθερμος, υγρολάξευτος, υγρόπλους, υγροσαΐτης, υγροστίβητος, υγρόστομος, υγρόφλοιος, υγρόφυρτος, υγροχαίτης, υγρόχερσος, υγροχεύμων, υγρώπις
νεοελλ.
υγραέριο, υγροβλεφαρίτιδα, υγροκέλευθος, υγρόληκτος, υγρολογία, υγρομετρία, υγροπαθολογικός, υγροσκοπία, υγροσκόπιο, υγροστάτης, υγροσχαστικός, υγροταξία, υγροτροπισμός, υγρόφιλος. (Β Συνθετικό) έφυγρος, κάθυγρος
αρχ.
δίυγρος, ένυγρος, έξυγρος, εύυγρος, πάνυγρος, πάρυγρος, πολύυγρος, υπέρυγρος, υπόυγρος / ύφυγρος].
Greek Monotonic
ὑγρός: -ά, -όν,
I. 1. υγρός, νοτερός, ρέων, τρεχούμενος, ρευστός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὑγρὸν ἔλαιον, δηλ. ελαιόλαδο, αντίθ. προς το ζωικό λίπος, στον ίδ.· ὑγρὸν ὕδωρ, τρεχούμενο νερό, σε Ομήρ. Οδ.· ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, άνεμοι που πνέουν, φυσούν με υγρασία ή φέρνοντας βροχή, αντίθ. προς τους ξηρούς, καυτούς ανέμους, στο ίδ.
2. ἡ ὑγρά, Ιων. ὑγρή, υγρασία, δηλ. η θάλασσα, σε Όμηρ.· ομοίως και, ὑγρὰ κέλευθα, υδάτινοι δρόμοι, δηλ. η θάλασσα, στον ίδ.· και ὑγρά μόνο, αντίθ. προς το ἀπείρων γαῖα, στον ίδ.
3. τὸ ὑγρον και τὰ ὑγρά, υγρότητα, υγρασία, νερό, ύδατα, σε Ηρόδ.
4. μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά, μέτρο για υγρά και ξηρά πράγματα, σε Πλάτ.
5. θῆρες ὑγροί, ζώα του νερού, του υγρού στοιχείου, αντίθ. προς το πεζοί, σε Ανθ.
II. 1. μαλακός, ευλύγιστος, υποχωρητικός, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευκίνητος, λυγερός, σβέλτος, Λατ. mollis, λέγεται για τα νώτα του αετού, σε Πίνδ.· λέγεται για νεανικά μέλη σώματος, σε Πλάτ.· ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.· ομοίως, χρησιμ. και για τα πουλάρια, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι (πρβλ. το mollia crura reponit του Βιργ.), στον ίδ.· ομοίως, ὑγρὸς ἄκανθος (mollis acanthus του Βιργ.), σε Θεόκρ.
2. άτονος, αδύναμος, άψυχος, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για μάτια, υγρά, δακρυσμένα, αυτός που λιώνει, τρυφερός, αυτός που μαραζώνει, ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς, σε Ανθ. κ.λπ.
4. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, βολικός, κατάβολος, προσηνής, υποχωρητικός, μαλακός στην διάθεση, εύκολος, ήπιος, συγκαταβατικός, σε Πλούτ.· πολυτελής, ακριβός, πολυδάπανος, ὑγρὸς πρὸς τὴν δίαιταν, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑγρός, ή, όν
I. wet, moist, running, fluid, Hom., etc.; ὑγρὸν ἔλαιον, i. e. olive-oil, as opp. to fat, Hom.; ὑγρὸν ὕδωρ running water, Od.; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες winds blowing moist or rainy, as opp. to dry, parching, Od.
2. ἡ ὑγρά, ionic ὑγρή, the moist, i. e. the sea, Hom.; so, ὑγρὰ κέλευθα the watery ways, i. e. the sea, Hom.; and ὑγρά alone, opp. to ἀπείρων γαῖα, Hom.
3. τὸ ὑγρόν and τὰ ὑγρά wet, moisture, water, Hdt.
4. μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά liquid and dry measure, Plat.
5. θῆρες ὑγροί water- animals, opp. to πεζοί, Anth.
II. soft, pliant, supple, lithe, Lat. mollis, of the eagle's back, Pind.; of youthful limbs, Plat.; ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, of a horse, Xen.; so of colts, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι (cf. Virgil's mollia crura reponit), Xen.; so, ὑ. ἄκανθος ( Virg. mollis acanthus), Theocr.
2. languid, feeble, of one dying, Soph., Eur.
3. of the eyes, swimming, melting, languishing, ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς Anth., etc.
4. metaph. of persons, facile, soft-tempered, pliant, easy, Plut.: luxurious, ὑ. πρὸς τὴν διαίταν Plut.
Frisk Etymology German
ὑγρός: {hugrós}
Meaning: ‘naß, feucht, wässerig, flüssig; weich, schlaff, geschmeidig’ (weit Il.).
Composita : Zahlreiche Kompp., z.B. ὑγρομελής ‘mit geschmeidi- gen Gliedern’ (X., Poll.), κάθυγρος durchnäßt (Hp., Thphr. u.a.; vgl. Strömberg Prefix Studies 124 u. 155) mit naher Beziehung zu καθυγραίνω usw.
Derivative: Davon 1. Subst. ὑγρότης, dor. -ότας f. Feuchtigkeit, Weichheit (ion. att., Ti. Lokr.); -ηδών, -ηδόνος f. ib. (Hp.); Sekundärbildung (statt *ὑγεδών?, Bloch Sprachgesch. u. Wortbed. 22 A. 21) wie κοτυληδών, ἀνδηδών, begrifflich zu τηκεδών usw. (Chantraine Form. 361); -ίην· τὸ οὖρον. Διονύσιος H. 2. Verba: a. ὑγραίνω, sehr oft m. Präfix, z.B. καθ-, δι-, ἐξ- (vgl. κάθυγρος oben), benetzen, bewässern (ion. att.) mit -ανσις f. Benetzung (Gal. u.a.), -αντικός benetzend (Diph. Siph. ap. Ath. u.a.); auch καθυγρασμός f. Benetzung (sp. Mediz.; vgl. ὑγράζω). b. -άζω naß, feucht sein, werden (Hp.) mit -ασία f. Feuchtigkeit (Arist., Thphr. u.a.), -ασμα n. ib. (Hp.); auch auf -αίνω beziehbar. c. -ώσσω naß, feucht sein (A. Ag. 1329; vgl. Schwyzer 732 ζ).
Etymology : Ohne direkte außergriech. Entsprechung. Als entfernte Verwandte kommen in Betracht einerseits awno. vǫkr, Akk. vǫkvan feucht, naß, urg. *u̯aku̯a-, idg. *u̯og-u̯o- oder *u̯ogʷ-o-, anderseits lat. ūvidus (mit ūvēscō, ūveō) ib., das auf idg. *ūgʷ-idos (bzw. *ougʷ-) zurückgehen kann, aber (zusammen mit ūmidus, ūmeō) auch andere Grundformen zuläßt. s. W.-Hofmann s.vv., WP. 1, 248f., Pok. 1118 mit weiteren Kombinationen (u.a. aind. ukṣáti besprengen).
Page 2,955-956
Chinese
原文音譯:ØgrÒj 虛格羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:濕
字義溯源:濕,有汁水的,青綠的,柔軟的;源自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 青綠的(1) 路23:31
English (Woodhouse)
failing, flagging, limp, pliant, supple, weak
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα υγ-. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ὕω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγρῶς, ὑγρότης, ὑγραίνω, ὕγρανσις, ὑγραντικός, ὑγρασία, ὕγρασμα.
Translations
rainy
Arabic: مَطِر, مَاطِر, مُمْطِر; Armenian: անձրևոտ; Aromanian: pluios, pluiros; Asturian: lluviosu; Azerbaijani: yağışlı, yağmurlu; Basque: euritsu; Belarusian: дажджысты, дажджлі́вы, дажджавы; Bikol Central: mauran; Bulgarian: дъждовен, дъждовит; Catalan: plujós; Cantonese: 多雨; Mandarin: 多雨; Czech: deštivý; Danish: regnfuld; Dutch: regenachtig; Esperanto: pluva; Estonian: vihmane; Finnish: sateinen; French: pluvieux; Friulian: ploiôs; Galician: chuvioso; Georgian: წვიმიანი; German: regnerisch; Greek: βροχερός; Ancient Greek: ἀνομβρήεις, βροχικός, δίομβρος, ἐνυδρίας, ἐξυδρίας, ἐπίβροχος, ἐπόμβριος, ἔφυδρος, κατόμβριμος, κάτομβρος, νότινος, νότιος, ὀμβρήρης, ὀμβρηρός, ὄμβριος, ὀμβρῶδες, ὀμβρώδης, ὑγρός, ὑέτιος, ὑετόεις, ὑετῶδες, ὑετώδης; Hebrew: גָּשׁוּם; Hungarian: esős; Ingrian: vihmakas, saekas, itkuin; Irish: fliuch, fearthainneach, báistiúil; Italian: piovoso, pluviale; Japanese: 雨が降る, 雨の, 雨降りの, 雨の多い; Kalmyk: хурта, хур-бората; Kazakh: жаңбырлы; Arabic: جاڭبىرلى; Khakas: наңмырлығ; Korean: 비가 오는 oneun), 우중의; Lao: ມີຝົນ; Latin: pluviosus, imbridus; Latvian: lietains; Lithuanian: lietingas; Macedonian: дождлив; Manchu: ᠠᡤᠠᠩᡤᠠ; Maori: hāuaua; Middle English: reyny; Mongolian Cyrillic: бороотой; Mongolian: ᠪᠣᠷᠤᠭ᠋ᠠᠲᠠᠢ; Nanai: тугдэку; Norwegian Bokmål: regnfull; Nynorsk: regnfull; Occitan: plujós; Persian: بارانی; Plautdietsch: räajnisch; Polish: deszczowy, dżdżysty; Portuguese: chuvoso, pluvioso; Romanian: ploios; Russian: дождливый, дождевой; Sardinian: proghinosu, pioanu; Serbo-Croatian Cyrillic: кѝшан; Roman: kìšan; Shor: нағбурлығ; Sicilian: chiuvusu; Slovak: daždivý; Slovene: deževen; Spanish: lluvioso, pluvioso; Swedish: regnig; Tagalog: maulan; Turkish: yağmurlu; Tuvan: частыг, чаашкынныг; Ukrainian: дощовий, дощовитий; Uzbek: yomgʻirli; Venetian: piovàn; Vietnamese: trời mưa, có mưa; Written Oirat: ᡍᡇᠷᡐᠠᡅ; Yakut: самыырдаах; Yiddish: נאַס