υδρευτικός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.
-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.