αρδευτικός

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει στην άρδευση, στο πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρδευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].