υδροφοβία

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source

Greek Monolingual

η / ὑδροφοβία, ΝΑ, και ὑδροφόβη και ὑδροφοβή Α υδροφόβος
παθολογικός φόβος για το νερό ή για κάθε υγρό
νεοελλ.
1. παλαιότερη ονομασία της λύσσας
2. χημ. η ιδιότητα του υδρόφοβου.