υπέρσαρκος
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρσαρκος, -ον, ΝΑ
υπερβολικά παχύς, παχύσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. κατά-σαρκος].