παχύσαρκος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύσαρκος Medium diacritics: παχύσαρκος Low diacritics: παχύσαρκος Capitals: ΠΑΧΥΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: pachýsarkos Transliteration B: pachysarkos Transliteration C: pachysarkos Beta Code: paxu/sarkos

English (LSJ)

[ῠ], ον, with stout fibres, Dsc.1.85.

German (Pape)

[Seite 540] dickfleischig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παχύσαρκος: -ον, ὁ ἔχων παχείας σάρκας, παχύσωμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύσαρκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη του λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό-σαρκος].