παχύσαρκος

English (LSJ)

[ῠ], ον, with stout fibres, Dsc.1.85.

German (Pape)

[Seite 540] dickfleischig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παχύσαρκος: -ον, ὁ ἔχων παχείας σάρκας, παχύσωμος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύσαρκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη του λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό-σαρκος].