υπεκκομίζω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κρυφά έξω ή μακριά («ὑπεκκομίζει ἐς Ὄλυνθον... παῑδας καὶ γυναῑκας τῶν Σκιωνέων», Θουκ.)
2. μέσ. ὑπεκκομίζομαι
μεταφέρω κάτι κρυφά διά μέσου ενός άλλου («ὑπεξεκομίσαντό τε πάντα καὶ αὐτοὶ διέβησαν ἐς Σαλαμῖνα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκομίζω «φέρνω έξω, φέρνω σε ασφαλές μέρος»].