υπενοικιαστής

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

ο, θηλ. υπενοικιάστρια, Ν
αυτός που υπενοικιάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ενοικιαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].