υπερμέτρως

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
βλ. υπέρμετρος.