υπερμέτρως

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

ὑπερμέτρως ΝΜΑ, και υπέρμετρα Ν
βλ. υπέρμετρος.