υπερπροσπάθεια
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
η, Ν
προσπάθεια που υπερβαίνει τις συνήθεις δυνάμεις ή δυνατότητες («μετά από μια υπερπροσπάθεια κατέκτησε τελικά το χρυσό μετάλλιο»).