υποκαλύπτω

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ΜΑ
καλύπτω κάτι από κάτω ή το καλύπτω λίγο
αρχ.
μτφ. αμαυρώνω («ὑπεκάλυψεν ἡμᾶς ἡ ἀτιμία ἡμῶν», ΠΔ).