ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
-άω, Αξύνω, σκαλίζω λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνῶ «ξύνω»].