υποκνώ

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
ξύνω, σκαλίζω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνῶ «ξύνω»].