υποπολλαπλάσιος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αριθμό) ο πολλαπλάσια μικρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολλαπλάσιος.