υποπολλαπλάσιος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αριθμό) ο πολλαπλάσια μικρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πολλαπλάσιος.