υποσυγκόπτω

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

Α συγκόπτω
(συν. το παθ.) ὑποσυγκόπτομαι
συγκόπτομαι λίγο.