συγκόπτω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A pf. -κέκοφα Pl.Tht.169b, etc.:—chop up, X.Cyr.6.4.3; χειμὼν.. συνέκοψε πάντα καὶ διέλυσε Hdt.7.34:—Pass., to be broken up, IG7.303.53 (Oropus); συγκεκομμένα μέρη τοῦ σώματος BGU1857.10 (i B.C.): metaph., πολλαὶ φιλίαι συνεκόπησαν Luc.Cal.1.
2 thrash soundly, τινας Lys.3.16, cf. Pl. l.c., X.Smp.8.6, Metag.9, D.21.57; ξύλοις τὰς κεφαλάς Duris 67J.; of cocks fighting, v.l. in Aesop.22 (i p.68 Chambry):—Pass., συγκεκομμένος E.Cyc.228, cf. X.Cyr.2.3.20; συγκεκόφθαι Ar.Nu.1426, etc.; συγκοπῆναι Hyp.Fr.272a Jensen.
3 Med., beat oneself, lament, Sch.A.Ch.23.
II cut short a sound or word (v. συγκοπή 1.2, ΙΙ), D.H.Comp.16, EM299.28, etc.:—Pass., τὸ συγκεκόφθαι Phld.Po.Herc. 1676.9.
III wear out, τὸν μὲν ἀποπνίξας τάχιστα, τοῦ δὲ συγκόψας τὴν δύναμιν Gal.15.504:—Pass., especially in pf., to be worn out, suffer from συγκοπή (111), Thphr. Lass.2; συγκεκομμένοι τὰ πνεύματα D.H.5.44; συγκεκ. ὑπὸ τῶν ἀγώνων Plu.Comp.Cim.Luc.3, cf. Gal.9.291, 10.846, al.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenschlagen, συγκεκομμένος, Eur. Cycl. 227; prügeln, μυρίοι μάλ' εὖ ξυγκεκόφασιν, Plat. Theaet. 169 b; Lys. 3, 16; οἱ συγκεκομμένοι τοῖς νάρθηξιν, Xen. Cyr. 2, 3, 20, Dem. u. A. übh. zu Grunde richten, zerstören, χειμὼν συνέκοψε πάντα καὶ διέλυσε, Her. 7, 34, κόσμον, zerschneiden, Xen. Cyr. 6, 4, 3; – zusammenziehen, abkürzen, Sp.; ausstoßen; – zusammenstoßen, -rütteln, wie ein harttrabendes Pferd den ge, iter; dah. ermüden, abmatten, so daß Einer wie zerschlagen ist, συγκεκόφθαι, müde u. zerschlagen sein, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ao. συνέκοψα, pf. συγκέκοφα;
Pass. ao.2 συνεκόπην, pf. συγκέκομμαι;
1 tailler, hacher ; p. anal. briser, détruire de fond en comble;
2 au pf. Pass. être frappé de syncope, défaillir.
Étymologie: σύν, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κόπτω, Att. ook ξυγκόπτω, aor. συνέκοψα, aor. pass. συνεκόπην; perf. συγκέκοφα, med. συγκέκομμαι; fut. pass. συγκοπήσομαι van zaken stukslaan, kapot slaan; χειμὼν μέγας συνέκοψέ τε ἐκεῖνα πάντα καὶ διέλυσε een zware storm sloeg die (brug) helemaal stuk en vernielde hem Hdt. 7.34; ook overdr. pass.. πολλαὶ … καὶ φιλίαι συνεκόπησαν ook vele vriendschappen werden verbroken Luc. 15.1. van personen in elkaar slaan; overdr..; μάλ’ εὖ συγκεκόφασιν (die me) een stevig pak slaag gegeven hebben (bij het discussiëren) Plat. Tht. 169b; pass.. συγκεκομμένος ὑπὸ τῶν πρώτων ἀγώνων gebroken door de eerste inspanningen Plut. Luc. 46.2.
Russian (Dvoretsky)
συγκόπτω:
1 разрубать, изрезывать (κόσμον Xen.);
2 уничтожать, сносить, разрушать (sc. τὰς γεφύρας Her.): πολλαὶ φιλίαι συνεκόπησαν Luc. много дружественных связей распалось;
3 избивать, сечь (τινά Lys., Plat., Arst.): συγκεκομμένος τοῖς νάρθηξιν Xen. избитый палками;
4 изматывать, изнурять: συγκεκομμένος ὑπὸ τῶν πρώτων ἀγώνων Plut. измотанный прежними сражениями.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκόβ(γ)ω και συγκόφτω Ν κόπτω
1. κόβω σε μικρά τεμάχια
2. μικραίνω λέξη ή ήχο με συγκοπή
νεοελλ.
1. κόβω, κυρίως ύφασμα, για να φτειάξω φόρεμα («η μια συγκόβγει, σα θωρώ, κι η άλλη τά τροπώνει», Ερωτόκρ.)
2. φρ. α) «συγκόβ(γ)ει ο νους μου»
(με μτφ. σημ.) στοχάζομαι, αντιλαμβάνομαι
β) «συγκοπτόμενα ονόματα»
γραμμ. κατηγορία ονομάτων της τρίτης κλίσεως στα οποία αποβάλλεται κάποιο φωνήεν σε ορισμένες πτώσεις
αρχ.
1. καταστρέφω
2. χτυπώ κάποιον δυνατά, τον ξυλοκοπώ
3. κάνω κάποιον να χάσει τις αισθήσεις του, να λιποθυμήσει
4. (μέσ. και παθ.) συγκόπτομαι
α) οδύρομαι, θρηνώ με έντονο τρόπο
β) (ιδίως στον παρακμ.) συγκέκομμαι
εξασθενώ τελείως, παραλύω.
Greek Monotonic
συγκόπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκοφα·
1. κόβω μαζί, κόβω σε μικρά κομμάτια, κατακόβω, κατακερματίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ραβδίζω, δέρνω με δύναμη, χτυπώ καλά, σε Ξεν. — Παθ., απαρ. παρακ., συγκεκόφθαι, σε Αριστοφ.· μτχ., συγκεκομμένος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκόπτω: μέλλ. -ψω· πρκμ. -κέκοφα Πλάτ. Θεαίτ. 169Β, κτλ. Κτυπῶ ὁμοῦ, κατακόπτω, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 3· χειμών... συνέκοψε πάντα καὶ διέλυσε Ἡρόδ. 7. 34 ― Παθ., διακόπτομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 1· μεταφ., πολλαὶ φιλίαι συνεκόπησαν Λουκ. περὶ Διαβολ. 1. 2) δέρω ἰσχυρῶς, καλῶς, κτυπῶ δυνατά, τινὰ Λυσί. 97. 42, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρὸς τῶν θεῶν ὦ Ἀντίσθενες, μόνον μὴ συγκόψῃς με Ξεν. Συμπ. 8, 6· «συγκόψαι· ἐπὶ τοῦ πληγαῖς οἰκίσασθαι, Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις», Ἀντιαττικιστὴς ἐν Ἀν. Βεκ. 114, 1· ἐπὶ ἀλεκτρυόνων μαχομένων, Αἴσωπ. 16 de Fur.· ― Παθ., συγκεκομμένος, πυρέσσω συγκεκομμένος τάλας Εὐρ. Κύκλ. 228, πρβλ. οἱ συγκεκομμένοι τοῖς νάρθηξιν ἀνέκραγον Ξεν. Κύρ. 2. 3, 20 συγκεκόφθαι, «τυφθῆ αἱ ἡμᾶς, κατακοπῆναι ταῖς μάστιξι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 1426, κτλ. 3) Μέσ., κτυπῶ ἐμαυτόν, «χτυπιοῦμαι», θρηνῶ, ὀδύρομαι, Εὐμάθ. 390, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. βραχύνω ἦχον ἢ λέξιν (ἴδε συγκοπὴ Ι. 2), Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ, 16, Ἐτυμ. Μέγ. 299, 28, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., καὶ μάλιστα τῷ πρκμ., ἀποκάμνω, πάσχω συγκοπὴν (ΙΙΙ), Θεφρ. Ἀποσπ. 7. 2· συγκεκομμένοι τὰ πνεύματα Διον. Ἁλ. 5. 44· συγκεκ. ὑπὸ τῶν ἀγώνων Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Σύγκρ. 3· συχν. παρὰ Γαλην.
Middle Liddell
fut. ψω perf. -κέκοφα
1. to break up, cut up, Hdt., Xen.
2. to thrash soundly, pound well, Xen.;—Pass., perf. inf. συγκεκόφθαι Ar.; part. συγκεκομμένος Eur.