υψογραφία
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
η, Ν
1. αναπαράσταση σε τοπογραφικό χάρτη της ανάγλυφης μορφής του εδάφους, η οποία γίνεται με υψομετρικές καμπύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypsography (< ύψος + -γραφία)].