χάρτη
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, = Figdm, Plut. plac. phil. 4, 11, l. d.
Russian (Dvoretsky)
χάρτη: ἡ Plut. = χάρτης.
Greek (Liddell-Scott)
χάρτη: ἡ, = τῷ ἑπομ., φύλλον χάρτου, πρὸς ὃ οἱ Στωϊκοὶ παρέβαλλον τὴν ψυχὴν κατὰ τὴν γέννησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀμφίβ. παρὰ Πλούτ. 2. 900Α.
Greek Monolingual
ἡ, Α
χάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χάρτης, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].
Middle Liddell
χάρτη, ἡ, = χάρτης
a sheet of paper, to which the Stoics compared the soul at birth, dub. in Plut.