Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
το, Ν
1. το να τρώει και να πίνει κανείς συγχρόνως
2. συνεκδ. ευωχία, γλέντι, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + ποτό ως υποκορ. ενός αμάρτυρου φαγόποτον].