φαινομενικότητα
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του φαινομενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινομενικός. Η λ., στον λόγιο τ. φαινομενικότης, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].