φανειά

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

η / φάνεια, ΝΑ φαίνω / φαίνομαι]
εμφάνιση, παρουσία
νεοελλ.
φρ. «φαίνεται η φανειά μου»
(στον Ερωτόκρ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.