παρουσιάζομαι
Greek (Liddell-Scott)
παρουσιάζομαι: ἀποθ., ὡς καὶ νῦν, ὅταν παρουσιάσηται ὁ ἥλιος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 11· - τὸ ἐνεργ., παρὰ τοῖς Βυζ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. - Ἴδε Χατζιδάκι Κοσκυλμάτια ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Η΄, σελ. 135.
Russian (Dvoretsky)
παρουσιάζομαι: быть в наличии, присутствовать Arst.