φεμινιστής
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
ο, θηλ. φεμινίστρια, Ν
οπαδός του φεμινισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feministe (βλ. και λ. φεμινισμός)].