φενόλης

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ, = φαινόλης, zw.

Greek Monolingual

Α
(κατά το λεξ. Σούδα) βλ. φαινόλης.