φιλεραστὴς
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
φῐλεραστὴς: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἐραστὴν ἢ ἀρεσκόμενος νὰ ἔχῃ ἐραστὰς, Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 26.