φιλοδεσποτία
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
και δ. γρφ. φιλοδεσποτεία, ἡ, Α φιλοδέσποτος
αφοσίωση προς τον δεσπότη, το να είναι κανείς αφοσιωμένος στον κύριό του.