φιλοδεσποτία
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
και δ. γρφ. φιλοδεσποτεία, ἡ, Α φιλοδέσποτος
αφοσίωση προς τον δεσπότη, το να είναι κανείς αφοσιωμένος στον κύριό του.