φιούμπα

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

και φλιούμπα, η, Ν
πόρπη υποδήματος, αγκράφα.