φρίκια

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

German (Pape)

[Seite 1306] τά, u. φρικίαι, αἱ, Fieberschauer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φρίκια: τά, καὶ φρικία, ἡ, ἀνατριχιάσματα ἐκ ῥίγους, Διοσκ. 4. 14., 1. 181.