φυλακτόν
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
φυλακτόν: τό, = φυλακτήριον 2, ἐξουθενῶν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμοὺς Βίος Νείλου Νεωτ. σ. 4.