φωλίτσα

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η, Ν φωλιά
1. υποκορ. μικρή φωλιά
2. μτφ. απόκρυφο, απόμερο καταφύγιο («ερωτική φωλίτσα»).