τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
η, Ν φωλιά1. υποκορ. μικρή φωλιά2. μτφ. απόκρυφο, απόμερο καταφύγιο («ερωτική φωλίτσα»).