φωνοφοβία

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. παθολογική φοβία να μιλάει κανείς μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonophobia < φωνή + φοβία].