φοβία
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) παράλογος φόβος για ένα σαφώς καθορισμένο αντικείμενο, μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο, φόβος του οποίου τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα αναγνωρίζει ο ασθενής αλλά δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτόν και ο οποίος αποτελεί συνήθως ουσιώδες σύμπτωμα φοβιακής νεύρωσης και σπανιότερα κατάθλιψης ή ψύχωσης (α. «φοβία του ύψους» β. «φοβία αναπεπταμένων χώρων» γ. «φοβία δημόσιας ομιλίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phobie < φόβος.