φωνόμετρο

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

το, Ν
1. τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση της έντασης τών ήχων και, κυρίως, της φωνής
2. (φυσ.-τεχνολ.) συσκευή παραγωγής ήχων και θορύβων, χρησιμοποιούμενη για τον έλεγχο τών μικροφώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometre < φωνή + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].