εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
Μκαταπίνω, καταβροχθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση του αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)].