γνώμων
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
-ονος, ὁ, (γιγνώσκω)
A one that knows or one that examines, an interpreter, discerner, θεσφάτων A.Ag.1130; τῶν παραχρῆμα Th.1.138; γλῶττα γ. (sc. γλυκέων καὶ δριμέων) X.Mem.1.4.5: γνώμονες, οἱ, inspectors of the sacred olives at Athens, Lys.7.25.
2 expert witness or valuer, SIG169.52 (lasus, iv B. C.).
3 as adjective, discerning, νόος Hymn.Is.141.
II carpenter's square, Polyaen.4.3.21; [ὁ δημιουργὸς τῇ δεκάδι] ὥσπερ γνώμονι καὶ εὐθυντηρίῳ ἐχρήσατο Theol.Ar.59.
2 pointer of the sundial, Hdt.2.109, Phld.Sign.30, Plu. Per.6 (pl.), D.L.2.1.
b Geom., gnomon, Euc.2 Def.2, etc.
c Arith., number added to a figurate number to obtain the next number of the same figure, Iamb.in Nic.p.58 P.; especially of the odd integers, Arist.Ph.203a14, Theo Sm.p.32 H.; also of the original figurate number, Theol.Ar.9 (dub.l.).
3 = κλεψύδρα, Thphr. Fragmenta 159.
4 point of a drill, Apollod.Poliorc.149.4.
5 generally, index, τινός Plu.2.968f, Ael.NA6.34, al., Vett.Val.305.10; simply, mark, POxy.1409.18 (iii A. D.).
6 in plural, teeth that mark a horse's age, X.Eq.3.1.
7 metaph., rule of life, Thgn.543, cf. Luc.Herm. 76.
8 sens. obsc., penis, εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται = then my tool suddenly stood up Diog.Ep.35.
V tariff, OGI 674.5 (Coptos), BGU1118.45 (i B. C.), AB233.
2 code of regulations, PGnom.1, OGI669.44 (i A. D.).
Spanish (DGE)
-ονος
I de pers.
1 que sabe discernir, experto, buen conocedor c. gen. θεσφάτων A.A.1130, τῶν παραχρῆμα ... κράτιστος γ. el mejor intérprete de los hechos inmediatos de Temístocles, Th.1.138, αὐτῶν (φυτῶν) Gal.9.644, ἀκριβεῖς γνώμονες τῆς ἀληθείας (οἱ γνωστικοί) Clem.Al.Strom.7.16.95, γνώμονι ... τοῦ προβλήματος Πλάτωνι Eus.PE 11 proem.
•capaz de distinguir γλῶττα τούτων (γλυκέων καὶ δριμέων) X.Mem.1.4.5
•abs. sagaz, perspicaz δαίμονες Olymp.in Alc.15.8.
2 subst. registrador, inspector de la venta de bienes, equiv. a los μνήμονες ICr.4.14.g-p.3 (Gortina VII/VI a.C.), cf. IIasos 1.52 (IV a.C.), AB 228.23.
II subst. ὁ γ.
1 reloj de sol πόλον ... καὶ γνώμονα ... παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt.2.109, cf. PHib.27.28 (III a.C.), D.L.2.1
•gnomon, aguja o varilla del reloj de sol ὁ γ. ἐπίτριτός ἐστι τῆς ἰσημερινῆς σκιᾶς Hipparch.1.4.8, cf. Str.2.1.11, Phld.Sign.30.24, Vitr.1.6.6, 9.7.2, Plin.HN 2.182, Plu.Per.6, 2.411a.
2 clepsidra, reloj de agua Thphr.Fr.159, Lyd.Mag.2.16.
3 gnomon o escuadra ὥστε γνώμονι [τὸ] σχῆμα παραπλήσιον ἦν de la formación de un ejército, Polyaen.4.3.21, συνάγεται τὸ πᾶν ἔργον εἰς πυραμίδα καὶ γνώμονος σχῆμα Ph.Byz.Mir.2.2, γ. καὶ εὐθυντήριον Theol.Ar.59, cf. Vitr.1.6.13.
4 geom. gnomon paralelogramo complementario de otro o de un triángulo οἷον τὸ τετράγωνον γνώμονος περιτεθέντος ηὔξηται Arist.Cat.15a30, cf. Euc.2.5, 6.28, 29, 2 Def.2, Hero Def.57, 58, κατὰ γνώμονα perpendicular Oenopides 13.
5 mat. gnomon número que se añade a otro para obtener el siguiente en la misma serie (pares, impares, cuadrados, oblongos, etc.), Arist.Ph.203a14, Iambl.in Nic.58, 107, Theol.Ar.9
•número impar γνώμονας καλοῦσιν οἱ ἀριθμητικοὶ τοὺς περιττούς Them.in Ph.80.17, Theo Sm.32.
6 astrol. gnomon ὡροσκοπικὸς γ. número resultante de una serie de cálculos que da el signo zodiacal de cada persona, Vett.Val.19.34, ἡλιακὸς γ. gnomon solar Vett.Val.21.7, cf. 20.28.
7 punta de un taladro, Apollod.Poliorc.149.4.
8 pene εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται Diog.Ep.35.
9 señal, marca, indicio ἀλώπεκα ποιοῦνται γνώμονα τῆς τοῦ πάγου στερρότητος hacen uso de un zorro como indicador de la solidez del hielo Plu.2.968f, cf. Ael.NA 6.24, en una pértiga para medir la profundidad POxy.1409.18 (III d.C.)
•plu. dientes que indican la edad de un caballo, X.Eq.3.1, cf. Arist.HA 577a21.
10 tarifa gener. fiscal, de impuestos τὴν πρὸς τὸν γνώμονα τειμήν (sic) BGU 1118.45 (I a.C.), κατὰ τὸν γνώμονα según la tarifa, IPDésert 67.5 (I d.C.), cf. PMich.145.3.5.5 (II d.C.), SB 12695.30 (II d.C.), BGU 1062.14 (III d.C.), AB 233.28.
11 fig. regla, norma de conducta χρή με παρὰ στάθμην καὶ γνώμονα τήνδε δικάσσαι, Κύρνε, δίκην es preciso, Cirno, dar esta sentencia con el cordel y la escuadra (expresión prov.), Thgn.543, cf. 805, χρὴ τὸν κανόνα εἶναι καὶ γνώμονα τοῦ κατὰ τὴν ἀρετὴν βίου Luc.Herm.76, cf. Eun.Cyz.Apol.4, Basil.Eunom.M.29.513B, Synes.Regn.6 (p.14)
•reglamento κελεύσομαι τὸν γνώμονα τοῦ ἰδίου λόγου ITemple of Hibis 4.44 (I d.C.), cf. POxy.3334.10 (I d.C.), PGnom.proem.1 (II d.C.).
12 otro n. para el modio (ὁ μόδιος) καλεῖται δὲ καὶ γ. Epiph.Const.Mens.M.43.280B.
III adv. γνωμόνως = a propósito, voluntariamente οἶμαι τὸν δαίμονα ... εἰς λογισμὸν μορφοῦντα τὸν νοῦν κοῦφον γ. Euagr.Pont.Or.M.79.1184A.
German (Pape)
[Seite 498] ονος, ὁ, 1) Kenn er, Beurtheiler; θεσφάτων Aesch. Ag. 1126; τῶν παραχρῆμα δι' ἐλαχί. στης βουλῆς Thuc. 1, 138; γλῶττα τούτων (τῶν αἰσθήσεων) γνώμων ἐνειργάσθη Xen. Mem. 1, 4, 5; in Athen der Aufseher der heiligen Oelbäume, B. A. p. 228; Lys. 7. 25; vgl. Harpocr. – 2) Zeiger an der Sonnenuhr, ὡρολογίων Plut.; die Sonnenuhr selbst, Her. 2, 109; die Wasseruhr, Ath. II, 42 b. – 3) der Kennzahn, an dem man das Alter der Pferde u. Esel erkennt, Poll. 1, 182; Xen. de re equ. 3, 1; Arist. H. A. 6, 23. – 4) Richtschnur, καὶ στάθμη Theogn. 543; καὶ κανὼν τοῦ βίου Luc. Hermot. 76; vgl. Harmon. 3; Winkelmaaß, Arist. Categ. 14, 4. Bei Euclid. def. 2 das eine Diagonal-Parallelogramm mit den beiden Complementen, welche zusammen das andere Diagonal-Parallelogramm zum Ganzen ergänzen. So auch von Zahlen, welche ein Quadrat zum nächst höheren ergänzen, vgl. Ast Theol. arithm. 285 u. Böckh Philol. p. 143.
French (Bailly abrégé)
ονος;
A. adj. (ὁ, ἡ) qui connaît :
1 qui discerne;
2 qui comprend, qui interprète (des oracles);
3 qui décide de, juge de : τῶν παραχρῆμα THC des mesures à prendre sur-le-champ;
B. subst. ce qui sert de régulateur ou de règle :
I. en parl. de pers. οἱ γνώμονες LYS surveillants des oliviers sacrés, à Athènes;
II. en parl. de choses :
1 aiguille d'un cadran solaire ; le cadran lui-même;
2 fig. règle de conduite.
Étymologie: R. Γνω, v. γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνώμων -ονος, ὁ γιγνώσκω
1. kenner, beoordelaar, interpreet:; θεσφάτων γνώμων uitlegger van orakelspreuken Aeschl. Ag. 1130; τῶν παραχρῆμα … κράτιστος γνώμων de beste beoordelaar van de actualiteit Thuc. 1.138.3; plur. inspecteurs (van heilige olijven). Lys. 7.25.
2. (wijzer van de) zonnewijzer; Hdt. 2.109.3; overdr. norm:. ὁποῖον χρὴ τὸν κανόνα εἶναι καὶ γνώμονα τοῦ κατὰ ἀρετὴν βίου hoe het richtsnoer en de norm voor het deugdzame leven moet zijn Luc. 70.76.
Russian (Dvoretsky)
γνώμων: ονος ὁ
1 знаток (γλῶττα γ. γλυκέων καὶ δριμέων Xen.; ὄσφρησις γ. τῆς δυνάμεως τῶν χυμῶν Plut.): τῶν παράχρημα κράτιστος γ. Thuc. мастер принимать решения в непредвиденных обстоятельствах;
2 истолкователь (θεσφάτων Aesch.);
3 (в Афинах), смотритель, инспектор, ревизор Lys.;
4 стрелка солнечных часов (ὡρολογίων Plut.);
5 гномон, солнечные часы Her., Plut., Diog. L.;
6 угольник, линейка Arst.;
7 норма, правило (τοῦ κατὰ τὴν ἀρετὴν βίου Luc.);
8 возрастной признак (т. е. зуб, по которому узнают возраст лошадей или ослов) Xen., Arst.
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. one that knows or examines, a judge, interpreter, Aesch., Thuc., Xen.
II. the gnomon or index of the sundial, Hdt.
III. οἱ γνώμονες, the teeth that mark a horse's age, Xen.
IV. a carpenter's rule: metaph. a rule of life, Theogn.
Greek Monolingual
ο
βλ. γνώμονας.
Greek Monotonic
γνώμων: -ονος, ὁ (γιγνώσκω),
I. αυτός που γνωρίζει ή εξετάζει, κριτής, ερμηνευτής, σε Αισχύλ., Θουκ., Ξεν.
II. γνώμονας ή δείκτης του ηλιακού ρολογιού, αλλά και το ίδιο το ηλιακό ρολόι, σε Ηρόδ.
III. οἱ γνώμονες, τα δόντια που δείχνουν την ηλικία του αλόγου, σε Ξεν., Αριστ.
IV.χάρακας, γωνιόμετρο· μεταφ., ο κανόνας της ζωής, σε Θέογν.
Greek (Liddell-Scott)
γνώμων: -ονος, ὁ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) ὁ γιγνώσκων ἢ ἐρευνῶν, κριτής, ἑρμηνευτής, θεσφάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130· τῶν παραχρῆμα Θουκ. 1.138· γλῶττα γν. (ἐνν. γλυκέων καί δριμέων) Ξεν. Ἀπομν. 1. 4,5·― παρὰ Λυσ. 110.28, γνώμονές εἰσιν οἱ φύλακες ἢ ἐπόπται τῶν ἱερῶν ἐλαιῶν ἐν Ἀθήναις, ἴδε Bremi. IΙ. ὁ γνώμων ἤτοι δείκτης τοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου καὶ αὐτὸ τὸ ὡρολόγιον, Πλούτ. 2.1006Ε, Ἡρόδ. 2.109, κτλ.· ὃ ἐπενόησεν ὁ Ἀναξίμανδρος, Διογ. Λ. 2.1, Εὐσ. II. Ε. 504Α, κτλ. 2)=κλεψύδρα Ἀθήν. 42Β. ΙΙΙ. οἱ γνώμονες, οἱ ὀδόντες οἱ δεικνύοντες τὴν ἡλικίαν τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3.1, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 23, 1· ἴδε γνώμη Ι, γνῶμα. IV. τοῦ ξυλουργοῦ ἡ «γωνιά», τὸ γωνιόμετρον, Λατ. norma, Ἀριστ. Κατηγ. 14, 4, Φυσ. 3. 4, 4, Προβλ. 15. 9· ― ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, γνώμων, πρβλ. Εὐκλ. 2. Ὁρ. 2) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. norma, κανὼν τοῦ βίου, Θέογν. 543· τόν γν. τοῦ ἰδίου λόγου προσέχειν Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. V. διατίμησις, Α. Β. 233. VI. γνώμονες παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις ἦσαν οἱ πέντε περιττοὶ ἀριθμοί, ἴδε Böckh Φιλόλαον 143.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
iudex, aestimator, judge, appraiser, 1.138.3 (de Themistocle concerning Themistocles).
Translations
sundial
Afrikaans: sonwyzer; Albanian: orë diellore; Arabic: مِزْوَلَة; Armenian: արեւի ժամացույց; Asturian: reló de Sol; Azerbaijani: günəş saatı; Basque: eguzki erloju; Belarusian: сонечныя гадзі́ны; Bengali: সূর্যঘড়ি; Breton: horolaj-heol; Bulgarian: слъ́нчев часовник; Burmese: နေ နာရီ; Catalan: rellotge de sol; Chinese Mandarin: 日晷, 日規/日规; Corsican: meridiana, miridiana; Czech: sluneční hodiny; Danish: solur; Dutch: zonnewijzer; Esperanto: sunhorloĝo; Estonian: päikesekell; Faroese: sólur; Finnish: aurinkokello; French: cadran solaire; Galician: reloxo de sol; Georgian: მზის საათი; German: Sonnenuhr; Greek: ηλιακό ρολόι; Ancient Greek: γνώμων, ἡλιοτρόπιον, πλινθίς, πόλος, σκιοθήρης, σκιόθηρον, ὡρολόγιον, ὡρολόγιον σκιοθηρικόν, ὡρονόμος; Hebrew: שעון שמש; Hindi: सौर घड़ी; Hungarian: napóra; Icelandic: sólúr; Ido: sunohorlojo; Indonesian: jam matahari; Irish: clog gréine; Italian: meridiana, orologio solare, gnomone, eliotropio; Japanese: 日時計; Kazakh: күн сағаттары; Khmer: នាឡិកាព្រះអាទិត្យ; Korean: 해시계; Lao: ນາລິກາແດດ; Latin: solarium horologium, solarium; Latvian: saules pulkstenis; Ligurian: relêuio a sô; Lithuanian: saulės laikrodis; Macedonian: сончев часовник; Malay: jam matahari; Malayalam: സൂര്യഘടികാരം; Maori: karaka ātārangi; Norwegian Bokmål: solur; Nynorsk: solur; Occitan: mòstra de solelh; Old English: sōlmerca, dæġmǣl; Ottoman Turkish: گونش ساعتی; Persian: ساعت آفتابی; Plautdietsch: Sonnenklock; Polish: zegar słoneczny; Portuguese: relógio de sol, relógio do sol, relógio solar, solário; Romanian: ceas solar, cadran solar; Russian: солнечные часы; Scottish Gaelic: uaireadair-grèine; Serbo-Croatian Cyrillic: сунчаник, сунчани сат, сунчани часовник; Roman: sunčanik, sunčani sat, sunčani časovnik; Sicilian: miridiana; Slovak: slnečné hodiny; Slovene: sónčna úra; Spanish: reloj solar, reloj de sol; Swahili: bonyeza; Swedish: solur; Tagalog: oras-araw, kuwadrante; Tamil: சூரிய மணிகாட்டி; Telugu: నీడగడియారము, సూర్యఘంట; Thai: นาฬิกาแดด; Turkish: güneş saati; Ukrainian: сонячний годинник; Vietnamese: đồng hồ mặt trời; Volapük: solaglok; Walloon: cwadran solaire; Welsh: deial haul