χάχανο
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
και χάχλανο, το, Ν
συν. στον πληθ. τα χάχανα
(με περιλπτ. σημ.) α) παρατεταμένο και ηχηρό γέλιο
β) καγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα. Ο τ. χάχλανο με ανάπτυξη -λ-].