γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
η, Νη ιδιότητα του χαμηλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός. Η λ., στον λόγιο τ. χαμηλότης, μαρτυρείται από το 1796 στο θρησκευτικό βιβλίο Αόρατος Πόλεμος].